- νεροκρότης
- ο1. αυτός που κανονίζει την παροχή νερού, αλλ. υδρονομέας.2. λάκκος που κρατά νερό.3. είδος φυτού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.